αντιπλημμυρικός

αντιπλημμυρικός
η , ό[ν] предохраняющий от наводнения

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αντιπλημμυρικός" в других словарях:

  • αντιπλημμυρικός — ή, ό αυτός που αποβλέπει στην πρόληψη ή την περιστολή των πλημμύρων και των συνεπειών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αντιπλημμυρικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην πρόληψη των πλημμυρών: Σε πολλές περιοχές της χώρας έγιναν αντιπλημμυρικά έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»